- ἱμερόεντες
- ἱ̱μερόεντες , ἱμερόειςexciting desiremasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εύζυξ — εὔζυξ, ὁ, ἡ (Α) αρμονικά ταιριαστός («μαζοὶ γλαγόεντες, ἐΰζυγες, ἱμερόεντες» μαστοί γεμάτοι γάλα, αρμονικοί, που προκαλούν τον πόθο). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ζυξ < εζύγην, παθ. αόρ. β τού ζεύγνυμι*] … Dictionary of Greek